- ινδοευρωπαϊκός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδοευρωπαίους: Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. – Ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ινδοευρωπαϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδοευρωπαίους («ινδοευρωπαϊκές γλώσσες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. επίθ. Indo European. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek
ιαπετικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιαπετό, μυθικό πρόγονο τού ανθρώπινου γένους, γιο τού Ουρανού και τής Γαίας και βασιλιά τών Τιτάνων 2. γλωσσ. φρ. «ιαπετικές γλώσσες» οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ιαπετός + κατάλ. ικος. Η λ.… … Dictionary of Greek
ινδογερμανικός — ή, ό (όρος που χρησιμοποιείται από Γερμανούς επιστήμονες) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός, ιαπετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. indogermanisch. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δημ. Ι.… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
ιαπετικός — ή, ό ινδοευρωπαϊκός: Ιαπετική φυλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ινδογερμανικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδογερμανούς, ινδοευρωπαϊκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)